παλαιογενής

παλαιογενής
-ές (Α παλαιογενής, -ές)
αυτός που δημιουργήθηκε σε πολύ παλαιές εποχές, πανάρχαιος
νεοελλ.
φρ. «παλαιογενής περίοδος» ή απλώς «το παλαιογενές»
γεωλ. η πιο παλαιά από τις δύο υποδιαιρέσεις τού καινοζωικού αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιογενές — παλαιογενής masc/fem voc sg παλαιογενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”